- ἀσθενοῦντες
- ἀσθενέωpres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)ἀσθενόωweakenpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιζώνω — περιζώννυμι και περιζωννύω, ΝΜΑ 1. περιβάλλω με ζώνη, ζώνω ολόγυρα 2. κυκλώνω, περικυκλώνω («ο στρατός περιέζωσε την τοποθεσία») μσν. αρχ. 1. μέσ. περιζώννυμαι ζώνομαι ή ντύνομαι με κάτι («ἐσθῆτα περιεζώσατο» Πλούτ.) 2. φρ. «περιζώννυμαι δύναμιν» … Dictionary of Greek